-
1 προσαναγκαζω
1) (также) принуждать, заставлятьπ. τινά τι Plat., Thuc. — принуждать кого-л. к чему-л.;
π. τινὰ παρεῖναι Xen. — заставить кого-л. явиться;τῇ ἄλλῃ μελέτῃ π. Thuc. — заставлять заниматься и другими (военными) вопросами2) приводить к убеждению, убеждать(τινὰ λόγοις Plat.)
3) доказывать неопровержимоπροσηναγκάσαμεν εἶναί τι Plat. — мы воочию доказали, что существует нечто
См. также в других словарях:
προσαναγκάζω — Α 1. ασκώ επιπρόσθετη βία 2. (σχετικά με επίδεσμο) συμπιέζω πολύ σφιχτά 3. συμπιέζω όλα τα οστά μαζί 4. εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι («προσαναγκάζειν τὸν Σωκράτη ὁμολογεῑν», Πλάτ.) 5. αναγκάζω και κάποιον άλλον να κάνει κάτι («χρῆν δὲ καὶ… … Dictionary of Greek